ΕΘΙΜΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΩΝ
ΤΟ ΤΑΙΣΜΑ ΤΗΣ ΒΡΥΣΗΣ
_Τα
μεσάνυχτα της παραμονής των Χριστουγέννων γίνεται το λεγόμενο “τάισμα”
της βρύσης. Οι κοπέλες, τα χαράματα των Χριστουγέννων, αλλού την
παραμονή της Πρωτοχρονιάς, πηγαίνουν στην πιο κοντινή βρύση «για να
κλέψουν το άκραντο νερό». Το λένε άκραντο, δηλαδή αμίλητο, γιατί δε
βγάζουν λέξη σ’ όλη τη διαδρομή. Αλείφουν τις βρύσες του χωριού με
βούτυρο και μέλι, με την ευχή όπως τρέχει το νερό να τρέχει και η
προκοπή στο σπίτι τον καινούργιο χρόνο και όπως γλυκό είναι το μέλι,
έτσι γλυκιά να είναι και η ζωή τους. Για να έχουν καλή σοδειά, όταν
φτάνουν εκεί, την «ταΐζουν», με διάφορες λιχουδιές, όπως βούτυρο, ψωμί,
τυρί, όσπρια ή κλαδί ελιάς. Έλεγαν μάλιστα πως όποια θα πήγαινε πρώτη
στη βρύση, αυτή θα στεκόταν και η πιο τυχερή ολόκληρο το χρόνο.
Έπειτα ρίχνουν στη στάμνα ένα βατόφυλλο και τρία χαλίκια, «κλέβουν νερό» και γυρίζουν στα σπίτια τους πάλι αμίλητες μέχρι να πιούνε όλοι από το άκραντο νερό. Με το ίδιο νερό ραντίζουν και τις τέσσερις γωνίες του σπιτιού, ενώ σκορπούν στο σπίτι και τα τρία χαλίκια.
Έπειτα ρίχνουν στη στάμνα ένα βατόφυλλο και τρία χαλίκια, «κλέβουν νερό» και γυρίζουν στα σπίτια τους πάλι αμίλητες μέχρι να πιούνε όλοι από το άκραντο νερό. Με το ίδιο νερό ραντίζουν και τις τέσσερις γωνίες του σπιτιού, ενώ σκορπούν στο σπίτι και τα τρία χαλίκια.
ΤΟ ΕΘΙΜΟ ΤΟΥ ΑΝΑΜΜΕΝΟΥ ΠΟΥΡΝΑΡΙΟΥ
Στην Ήπειρο έχουν μια ωραία συνήθεια που τη βασίζουν σε μια παλιά παράδοση. Όταν γεννήθηκε ο Χριστός και πήγαν, λέει, οι βοσκοί να προσκυνήσουν, ήταν νύχτα σκοτεινή. Βρήκαν κάπου ένα ξερό πουρνάρι κι έκοψαν τα κλαδιά του. Πήρε ο καθένας από ένα κλαδί στο χέρι του, έβαλε φωτιά και γέμισε το σκοτεινό βουνό χαρούμενες φωτιές και τριξίματα και κρότους.
Από τότε, λοιπόν, έχουν τη συνήθεια στα χωριά της Άρτας όποιος πάει στο σπίτι του γείτονα, για να πει τα χρόνια πολλά, καθώς καθώς και όλα τα παιδιά τα παντρεμένα, που θα πάνε στο πατρικό τους, για να φιλήσουντου πατέρα και της μητέρας τους, κρατούν ένα κλαρί πουρνάρι ή ό,τι άλλο δεντρικό που καίει τρίζοντας. Στο δρόμο το ανάβουν και το πηγαίνουν έτσι αναμμένο στο πατρικό τους σπίτι και γεμίζουν χαρούμενες φωτιές και κρότους στα σκοτεινά δρομάκια του χωριού.
Ακόμη και στα Γιάννενα το ίδιο κάνουν. Μόνο που εκεί δεν κρατούν ολόκληρο το κλαρί στο χέρι τους, αλλά κρατούν στη χούφτα τους μια χεριά δαφνόφυλλα και πουρναρόφυλλα, τα πετούν στο τζάκι, μόλις μπούνε και καλημερίζουν. Κι όταν τα φύλλα τα ξερά πιάσουν φωτιά κι αρχίσουν να τρίζουν και να πετάνε σπίθες, εύχονται: «Αρνιά, κατσίκια, νύφες και γαμπρούς!»
Αυτή η ευχή είναι η καλύτερη για κάθε νοικοκύρη. Να προκόβουν τα κοπάδια του, να πληθαίνει η φαμελιά του, να μεγαλώνουν τα κορίτσια και τα παλικάρια του, να του φέρνουν στο σπίτι νύφες και γαμπρούς, να τους δώσουν εγγόνια που δε θ` αφήσουν τ` όνομα στο πατρικό να σβήσει.
Από τότε, λοιπόν, έχουν τη συνήθεια στα χωριά της Άρτας όποιος πάει στο σπίτι του γείτονα, για να πει τα χρόνια πολλά, καθώς καθώς και όλα τα παιδιά τα παντρεμένα, που θα πάνε στο πατρικό τους, για να φιλήσουντου πατέρα και της μητέρας τους, κρατούν ένα κλαρί πουρνάρι ή ό,τι άλλο δεντρικό που καίει τρίζοντας. Στο δρόμο το ανάβουν και το πηγαίνουν έτσι αναμμένο στο πατρικό τους σπίτι και γεμίζουν χαρούμενες φωτιές και κρότους στα σκοτεινά δρομάκια του χωριού.
Ακόμη και στα Γιάννενα το ίδιο κάνουν. Μόνο που εκεί δεν κρατούν ολόκληρο το κλαρί στο χέρι τους, αλλά κρατούν στη χούφτα τους μια χεριά δαφνόφυλλα και πουρναρόφυλλα, τα πετούν στο τζάκι, μόλις μπούνε και καλημερίζουν. Κι όταν τα φύλλα τα ξερά πιάσουν φωτιά κι αρχίσουν να τρίζουν και να πετάνε σπίθες, εύχονται: «Αρνιά, κατσίκια, νύφες και γαμπρούς!»
Αυτή η ευχή είναι η καλύτερη για κάθε νοικοκύρη. Να προκόβουν τα κοπάδια του, να πληθαίνει η φαμελιά του, να μεγαλώνουν τα κορίτσια και τα παλικάρια του, να του φέρνουν στο σπίτι νύφες και γαμπρούς, να τους δώσουν εγγόνια που δε θ` αφήσουν τ` όνομα στο πατρικό να σβήσει.
ΟΙ ΜΩΜΟΓΕΡΟΙ ΕΘΙΜΟ ΤΗΣ ΒΟΡΕΙΑΣ ΕΛΛΑΔΑΣ
Η λαϊκή φαντασία οργιάζει στην κυριολεξία σχετικά με τους Καλικάντζαρους, να βρίσκουν την ευκαιρία να αλωνίσουν τον κόσμο από τα Χριστούγεννα μέχρι τα φώτα, τότε δηλαδή που τα νερά είναι «αβάφτιστα». Η όψη τους τρομακτική, οι σκανταλιές τους απερίγραπτες και ο μεγάλος φόβος τους η φωτιά. Στις περιοχές της Μακεδονίας, Θράκης και Θεσσαλίας εμφανίζεται το έθιμο των μεταμφιέσεων, που φαίνεται πως έχει σχέση με τους Καλικαντζάρους. Οι μεταμφιεσμένοι, που λέγονται Μωμόγεροι, Ρογκάτσια ή Ρογκατσάρια, φοράνε τομάρια ζώων (λύκων, τράγων κ.λ.π.) ή ντύνονται με στολές ανθρώπων οπλισμένων με σπαθιά. Γυρίζουν στο χωριό τους ή στα γειτονικά χωριά τραγουδούν και μαζεύουν δώρα. Άμα συναντηθούν δύο παρέες, κάνουν ψευτοπόλεμο μεταξύ τους, ώσπου η μια ομάδα να νικήσει και η άλλη να δηλώσει υποταγή.
X
Μην ξεχάσετε να κάνετε Like στη σελίδα μας